ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Συμβαίνει συχνά η χρονολογική ηλικία του παιδιού να μην συνάδει με την αναπτυξιακή του ηλικία. Σε μία τέτοια περίπτωση μπορεί η χρονολογική ηλικία ενός παιδιού να είναι έξι ετών αλλά αναπτυξιακά να βρίσκεται μικρότερη ηλικία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι επηρεασμένο το νοητικό δυναμικό του. Σε τέτοιες περιπτώσεις η επανάληψη του νηπιαγωγείου είναι βοηθητική ώστε να «κερδίσει» το παιδί χρόνο για να καλύψει τα κενά στους τομείς που τα παρουσιάζει.
Η δυσκολία κάποιων παιδιών στην παραγωγή μερικών ήχων αποτελεί το πιο συχνό πρόβλημα ομιλίας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, κυρίως. Αυτό συνήθως οφείλεται σε λάθος τρόπο άρθρωσης των ήχων αυτών. Κάθε δυσκολία στην ομιλία ενός παιδιού θα πρέπει να αξιολογείται από τον λογοθεραπευτή ώστε να αποκατασταθεί εγκαίρως και να μην το επηρεάσει στην μετέπειτα σχολική πορεία του.
Η καθυστέρηση ανάπτυξης της ομιλίας είναι μία κατάσταση που εμφανίζεται σε αρκετά παιδιά προσχολικής ηλικίας. Τα αίτια για την καθυστέρηση αυτή ποικίλουν. Η δυσκολία αυτή με κατάλληλη και έγκαιρη λογοθεραπευτική παρέμβαση μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως και η εξέλιξη του παιδιού να είναι φυσιολογική.
Αυτό σημαίνει ότι το παιδί παρουσιάζει δυσκολίες στην λεπτή του κίνηση. Χρειάζεται να παρέμβει ο εργοθεραπευτής με διάφορα μέσα για την βελτίωση των λεπτών χειρισμών δακτύλων και χεριών, τον έλεγχο του καρπού και του βραχίονα καθώς και την σταθερότητα αυτών, ώστε να βελτιωθούν οι γραφοκινητικές του δεξιότητες και η χρήση του ψαλιδιού.
Αυτό σημαίνει ότι το παιδί παρουσιάζει δυσκολίες στην αδρή του κίνηση. Χρειάζεται να παρέμβει ο εργοθεραπευτής για την βελτίωση της ισορροπίας του σώματος, τον οπτικοκινητικό συντονισμό του, την αυτό-αντίληψη και την ικανότητα συγκεντρωσής του.
Κάποια φαινόμενα που παρουσιάζονται συχνά στα παιδιά και μπορούν να βελτιωθούν με την χρήση της εργοθεραπείας είναι: η δυσκολία στην διάκριση και αντιγραφή απλών σχημάτων και γραμμάτων, η δυσκολία στην συγκέντρωση, προβλήματα σε αδρή και λεπτή κινητικότητα (π.χ. δυσκολεύεται με την χρήση του μολυβιού ή κουταλιού), προβλήματα στην ένδυση και σίτιση, η διάσπαση προσοχής και η υπερκινητικότητα, δυσκολία στις κοινωνικές συναναστροφές με συνομηλίκους ή μεγαλύτερους.
Συνήθως τα παιδιά που πέφτουν θύματα εκφοβισμού μπορεί να διέπονται από μαθησιακές δυσκολίες, ανασφάλεια, άγχος, να εμφανίζουν κατάθλιψη, ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, άρνηση να πάνε σχολείο, και δυσκολίες προσαρμογής. Αρχικά, ακούστε το παιδί σας και φροντίστε τους φόβους και τα συναισθήματά του. Ενθαρρύνετε το παιδί να μιλήσει και να καταλάβει πως όσο δυσάρεστη και δύσκολη είναι μια κατάσταση αξίζει να ψάξει και να βρει τρόπους να τη διαχειριστεί και να την αντιμετωπίσει. Αποφύγετε χαρακτηρισμούς που δηλώνουν αδυναμία ή ενοχή, και πως ο εκφοβισμός που υφίσταται είναι αποτέλεσμα που έχει προκαλέσει το ίδιο ή ότι μπορεί να οφείλεται σε κάποιο μειονέκτημά του. Αξιοποιήστε τις δυνατότητες και ικανότητες του παιδιού, αναπτύσσοντας την αυτοεκτίμησή του.